- μεριμνώ
- (ΑM μεριμνῶ, -άω)φροντίζω, ανησυχώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι («μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριονἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς», ΚΔ)μσν.1. στενοχωριέμαι για κάτι2. συλλογίζομαι, φέρνω στον νου μου3. προβληματίζομαι με κάτι4. υπενθυμίζω, υποδηλώνω5. αδημονώ6. δείχνω ενδιαφέρον για κάποιον7. έχω κατά νου, προετοιμάζω8. προκαλώ, προξενώ9. αναζητώαρχ.1. (με απρμφ.) επιμελούμαι, προσπαθώ να... («ἐσκεμμένος καὶ μεριμνήσας τὰ δίκαια λέγειν», Δημοσθ.)2. (ιδίως για φιλόσοφο) ερευνώ, εξετάζω, μελετώ («τὰ μὲν ἀφανῆ μεριμνᾱν», Αριστοτ.)3. παθ. γίνομαι αντικείμενο φροντίδων («αἱ δεύτεραι τράπεζαι πολυτελώς μεμεριμνημέναι», Αθήν.)4. φρ. «πολλὰ μεριμνῶ» — έχω πολλές έγνοιες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μάλλον < μέριμνα, χωρίς να αποκλείεται και η περίπτωση να είναι η λ. μέριμνα υποχωρητ. παρ. τού μεριμνῶ].
Dictionary of Greek. 2013.